φιλοβούπαις

φιλοβούπαις
φῐλο-βούπαις, , , gen. παιδος,
A loving full-grown boys, AP12.255 (Strat.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοβούπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έφηβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βούπαις «έφηβος, παληκαρόπουλο»] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”